πολυτεντώνω

πολυτεντώνω
μετ. (слишком сильно) натягивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πολυτεντώνω" в других словарях:

  • πολυτεντώνω — Ν τεντώνω κάτι πολύ ή περισσότερο απ ό,τι χρειάζεται ή πρέπει, παρατεντώνω («μην το πολυτεντώνεις το σχοινί, να μη σπάσει» λέγεται για να δηλώσει το γεγονός ότι πρέπει να αποφεύγονται οι ακρότητες ή οι υπερβολές, παροιμ. φρ.) …   Dictionary of Greek

  • πολυτεντώνω — πολυτέντωσα, πολυτεντώθηκα, πολυτεντωμένος, τεντώνω πάνω απ όσο πρέπει, παρατραβώ: Μην πολυτεντώνεις το σκοινί (απόφευγε τις ακρότητες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»